Το ιερό βρίσκεται κοντά στο χωριό Σαγκρί, σε μια κοιλάδα, λιγότερα από 20 χιλιόμετρα από τη Χώρα της Νάξου. Η μικρή, εύφορη αυτή κοιλάδα υπήρξε ανέκαθεν ένας από τους ζωτικούς χώρους κατοίκησης του νησιού. Στους αρχαίους χρόνους αναπτύχθηκε στην κορυφή αυτού του λόφου ένα σημαντικό ιερό όπου λατρεύτηκαν θεότητες της ευφορίας της γης. Περί το 530 π.Χ. κτίσθηκε μαρμάρινος ναός που αποτελεί ορόσημο για την ανάπτυξη της κλασικής αρχιτεκτονικής. Το ιερό ερευνήθηκε από την Αρχαιολογiκή Εταιρεία και μελετήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πολυτεχνείο του Μονάχου. Ο ναός αναστηλώθηκε με πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και χρηματοδότηση του Υπουργείου Αιγαίου (1994-2000). Η διαμόρφωση του χώρου και το μουσείο έγιναν με το ίδιο πρόγραμμα και με τη συμβολή του Υπουργείου Πολιτισμού. Η συνύπαρξη των ερειπίων του αρχαϊκού ναού και της βασιλικής απαιτούσε μια ισορροπημένη επέμβαση στο χώρο, που θα σεβόταν όλες τις ιστορικές φάσεις. Η αναστηλωτική πρόταση απέβλεψε στην ανάδειξη των πιο χαρακτηριστικών στοιχείων κάθε ιστορικής φάσης του μνημείου.Από την περίοδο του αρχαϊκού ναού προβλήθηκε ο άξονας Β-Ν της ανατολικής θύρας με κορύφωση στην Ν.Α. γωνία (Α. παραστάδα, εξωτερικοί κίονες, Α θύρα, εσωτερικοί κίονες καθώς και τμήματα τοίχων. Στην αναστήλωση ακολουθήθηκαν η φιλοσοφία, τα υλικά και ο τρόπος δομής του αρχαίου κτιρίου.Από την πρώτη εκκλησία αναστηλώθηκε η θύρα που διανοίχθηκε στον δυτικό τοίχο του προναού.Από τη βασιλική απομονώθηκε η αξονική προοπτική που προσφέρεται από την κεντρική δυτική είσοδο προς το ιερό. Οι τοίχοι της συντηρήθηκαν και αποκαταστάθηκαν στις περιοχές εκείνες από τις οποίες αποσπάστηκαν μέλη για την αναστήλωση του αρχαϊκού ναού. Στα πρώτα χρόνια του ιερού (από τον 8ο π.Χ. αιώνα) η λατρεία ασκήθηκε στο ύπαιθρο, σε ένα πλάτωμα του λόφου, που επεκτεινόταν τεχνητά με χαμηλούς αναλληματικούς τοίχους προς τα βορειοδυτικά. Οι τοίχοι αυτοί, που σχημάτιζαν τεθλασμένη γραμμή προς τα ΝΔ διορθώνοντας την αντίστοιχη πτώση του φυσικού επιπέδου σώθηκαν στα δυτικά του αρχαϊκού ναού. Αργότερα, δύο στύλοι του ικριώματος (σκαλωσιάς) που στήθηκε γύρω στο 530 π.Χ. για να κτισθεί ο μαρμάρινος ναός στερεώθηκαν στην περιοχή αυτή: ο ένας μέσα στο ανάλλημα με αντικατάσταση του χρώματος από λιθορριπή και πηλό και ο άλλος στο χώμα έξω από το ανάλλημα με πλάκα στη βάση. Μετά την αφαίρεση των στύλων έγινε στις οπές ευχαριστήρια θυσία για την επιτυχή κατάληξη των εργασιών.Τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και πριν τον 6ο μ.Χ. αιώνα το κτίριο του αρχαϊκού ναού μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Μικρής κλίμακας επεμβάσεις, όπως η διάνοιξη θύρας δυτικά και το χτίσιμο των μετακιονίων της εξωτερικής κιονοστοιχίας, έγιναν με σκοπό την προσαρμογή του λατρευτικού χώρου στις απαιτήσεις της νέας θρησκείας.Τον 6ο αι. μ.Χ. την εποχή του Ιουστινιανού ο πρώτος χριστιανικός ναός καθαιρέθηκε και στην ίδια θέση ανεγέρθηκε ευρύχωρη εκκλησία του τύπου της παλαιοχριστιανικής τρίκλιτης βασιλικής. Τα αρχιτεκτονικά μέλη του αρχαϊκού ναού όπως κίονες, παραστάδες και δοκοί επαναχρησιμοποιήθηκαν αυτούσια ή με λίγες τροποποιήσεις σε νέες θέσεις.Η βασιλική διατήρησε μόνο την ΒΔ. γωνία του ναού κα διευρύνθηκε ανατολικά και νότια.Ανατολικά κτίστηκε η κόγχη του ιερού και ένα μικρό σταυροειδές βαπτιστήριο. Νότια αναπτύχθηκε ο νάρθηκας ενώ διαδοχικά προστέθηκαν ένα περιστύλιο και διάφορα κτίσματα. Το κτίριο της βασιλικής φαίνεται ότι ήταν ενσωματωμένο σε ένα ευρύτερο οικοδομικό συγκρότημα.Στοιχεία του εσωτερικού του κτιρίου της βασιλικής όπως το τέμπλο, το κιβώτιο και ο άμβωνας εκτίθενται στο μουσείο.
Στην κοιλάδα αυτή ζούσε κατά την αρχαιότητα ένας αγροτικός πληθυσμός διεσπαρμένος σε μικρές εγκαταστάσεις. Στον λόφο αναπτύχθηκε τον 8ο π.Χ. αιώνα μια λατρεία χθονίων θεοτήτων (του κλασικού ζεύγους Δήμητρας και Κόρης), που είχε να εξασφαλίζει την ευφορία της γης. Το θρησκευτικό αυτό κέντρο και η λατρεία του αποτελούσαν τον βασικό θεσμό που ένωνε σε κοινωνικό και πολιτικό σώμα τους διεσπαρμένους στους αγρούς αγρότες.Στην αρχή η λατρεία ασκήθηκε στο ύπαιθρο, πάνω σε συνδυασμό φυσικών και τεχνιτών επιπέδων, όπου ανοίγονταν στη γη λάκκοι προσφορών και στήνονταν πρόχειρα φράκτες ή καλύβες. Αφιερώματα στον Απόλλωνα από την πρώιμη εποχή μαρτυρούν πιθανότατα διάθεση σύνδεσης των αγροτών με τον κατεξοχήν ιωνικό θεό της Δήλου κατά την περίοδο ένταξής τους στο κοινωνικό σύστημα της διαμορφούμενης τότε ιωνικής πόλης - κράτους της Νάξου.Περί το 530 π.Χ., την εποχή της τυραννίδας του Λύγδαμι, η οποία επικράτησε μετά από εξέγερση του αγροτικού πληθυσμού, η περιοχή γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και στο θρησκευτικό της κέντρο κτίσθηκε ένας ολομάρμαρος ναός. Ήταν ένα περίπου τετράγωνο οικοδόμημα, με πέντε κίονες στην πρόσοψη ανάμεσα σε παραστάδες. Ο ρυθμός του ήταν ιωνικός, αλλά με ηθελημένα συνοπτικότερες μορφές(έλειψη κρηπίδας, αράβδωτοι κίονες, αδρή επιφάνεια τοίχων).Από τον πρόναο εισερχόταν κανείς με δύο επιβλητικά θυρώματα στον σηκό, που είχε μεγαλύτερο πλάτος από το βάθος του. Η στέγη του, με δοκάρια και κεραμίδια μαρμάρινα, ήταν δικλινής και στηριζόταν σε μια εγκάρσια προς τον άξονα του ναού κιονοστοιχία. Επειδή δεν υπήρχε οροφή, με μια μοναδικά τολμηρή λύση, οι κίονες έφθαναν σε διαφορετικό ύψος ο καθένας, ανάλογα με την κλίση της στέγης.Το οικοδόμημα αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας για την ιστορία της αρχιτεκτονικής:
Έχει κτισθεί όλο από μάρμαρο και τα μέλη του σώθηκαν ικανοποιητικά. Έτσι παρέχει μοναδικά στοιχεία για τη γνώση των πρωίμων σταδίων της νησιωτικής ιωνικής και γενικότερα της κλασικής αρχιτεκτονικής.
Δείχνει τον χρόνο και τον τόπο γένεσης βασικών στοιχείων της τελειότητας που χαρακτηρίζει τα κλασικά κτίρια (οροφή στον πρόναο, θυρώματα, καμπυλώσεις, αύξηση του μικρού εσωτερικού χώρου του σηκού με την κατάργηση της οροφής).
Στην κοιλάδα αυτή ζούσε κατά την αρχαιότητα ένας αγροτικός πληθυσμός διεσπαρμένος σε μικρές εγκαταστάσεις. Στον λόφο αναπτύχθηκε τον 8ο π.Χ. αιώνα μια λατρεία χθονίων θεοτήτων (του κλασικού ζεύγους Δήμητρας και Κόρης), που είχε να εξασφαλίζει την ευφορία της γης. Το θρησκευτικό αυτό κέντρο και η λατρεία του αποτελούσαν τον βασικό θεσμό που ένωνε σε κοινωνικό και πολιτικό σώμα τους διεσπαρμένους στους αγρούς αγρότες.Στην αρχή η λατρεία ασκήθηκε στο ύπαιθρο, πάνω σε συνδυασμό φυσικών και τεχνιτών επιπέδων, όπου ανοίγονταν στη γη λάκκοι προσφορών και στήνονταν πρόχειρα φράκτες ή καλύβες. Αφιερώματα στον Απόλλωνα από την πρώιμη εποχή μαρτυρούν πιθανότατα διάθεση σύνδεσης των αγροτών με τον κατεξοχήν ιωνικό θεό της Δήλου κατά την περίοδο ένταξής τους στο κοινωνικό σύστημα της διαμορφούμενης τότε ιωνικής πόλης - κράτους της Νάξου.Περί το 530 π.Χ., την εποχή της τυραννίδας του Λύγδαμι, η οποία επικράτησε μετά από εξέγερση του αγροτικού πληθυσμού, η περιοχή γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και στο θρησκευτικό της κέντρο κτίσθηκε ένας ολομάρμαρος ναός. Ήταν ένα περίπου τετράγωνο οικοδόμημα, με πέντε κίονες στην πρόσοψη ανάμεσα σε παραστάδες. Ο ρυθμός του ήταν ιωνικός, αλλά με ηθελημένα συνοπτικότερες μορφές(έλειψη κρηπίδας, αράβδωτοι κίονες, αδρή επιφάνεια τοίχων).Από τον πρόναο εισερχόταν κανείς με δύο επιβλητικά θυρώματα στον σηκό, που είχε μεγαλύτερο πλάτος από το βάθος του. Η στέγη του, με δοκάρια και κεραμίδια μαρμάρινα, ήταν δικλινής και στηριζόταν σε μια εγκάρσια προς τον άξονα του ναού κιονοστοιχία. Επειδή δεν υπήρχε οροφή, με μια μοναδικά τολμηρή λύση, οι κίονες έφθαναν σε διαφορετικό ύψος ο καθένας, ανάλογα με την κλίση της στέγης.Το οικοδόμημα αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας για την ιστορία της αρχιτεκτονικής:
Έχει κτισθεί όλο από μάρμαρο και τα μέλη του σώθηκαν ικανοποιητικά. Έτσι παρέχει μοναδικά στοιχεία για τη γνώση των πρωίμων σταδίων της νησιωτικής ιωνικής και γενικότερα της κλασικής αρχιτεκτονικής.
Δείχνει τον χρόνο και τον τόπο γένεσης βασικών στοιχείων της τελειότητας που χαρακτηρίζει τα κλασικά κτίρια (οροφή στον πρόναο, θυρώματα, καμπυλώσεις, αύξηση του μικρού εσωτερικού χώρου του σηκού με την κατάργηση της οροφής).
Κατά τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους ο αρχαίος ναός μετατράπηκε σε εκκλησία. Ο πρόναος έγινε πλευρικός νάρθηκας, η είσοδος ανοίχτηκε δυτικά, στον σηκό δημιουργήθηκαν με διπλή κιονοστοιχία τρία κλίτη και το οικοδόμημα επεκτάθηκε προς τα νότια και ανατολικά. Στα νότια προστέθηκαν χώροι γύρω από μια αυλή και νοτιότερα άλλοι στους οποίους διατηρούνται λείψανα εγκαταστάσεων παραγωγής κεραμικών, κρασιού και λαδιού. Τα συγκροτήματα αυτά λειτούργησαν από τον 6ο μέχρι τον 8ο μ.Χ. αιώνα.Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα διδύμων λάκκων συνδεδεμένων με αυλάκι, για την προσφορά φυτικών χυμών στις θεότητες της ευφορίας της γης. Αξιοπρόσεκτος ο ανατολικός - δυτικός προσανατολισμός, συμβολικός της διαλεκτικής σχέσης του θανάτου και της ζωής, των περιόδων μαρασμού και ανανέωσης της φύσης. Ανήκουν στην πρώτη περίοδο της υπαίθριας λατρείας. Σε έναν από αυτούς θεμελιώθηκε η ΝΔ γωνία του ναού για να καθαγιασθεί το οικοδόμημα. Πάνω του πέρασε αργότερα ο νότιος τοίχος της χριστιανικής εκκλησίας. Δεξιά και πίσω ο μεγάλος τετράγωνος βόθρος που αντικατέστησε τους πολλούς μικρούς λάκκους όταν κτίσθηκε ο ναός. Γύρω του ελλειψοειδής σειρά πυκνών οπών στο βράχο για τη στερέωση φράχτη ή καλύβης.
Πηγή: ΚΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Πηγή: ΚΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου